παλμῶν

παλμῶν
παλμός
quivering motion
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… …   Dictionary of Greek

  • ταχυκαρδία — Υπερβολική ταχύτητα των καρδιακών παλμών, γενικά με συχνότητα άνω των 100 ανά λεπτό. Οι σημαντικότερες μορφές τ. είναι: η φλεβοκομβική, η κολπική παροξυσμική και η κοιλιακή παροξυσμική. Μιλάμε για φλεβοκομβική, τ. όταν ο φλεβόκομβος εργάζεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

  • γάμμα, κάμερα — Συσκευή με την οποία απεικονίζεται η κατανομή των ραδιενεργών ενώσεων στο ανθρώπινο σώμα κατά τη διάγνωση όπου χρησιμοποιούνται ραδιοϊσότοπα. Αποτελείται από έναν μεγάλο λεπτό κρύσταλλο σπινθηρισμού και μια συστοιχία φωτοπολλαπλασιαστών που είναι …   Dictionary of Greek

  • αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • μπωντ — το (επικοιν.) μονάδα μέτρησης τής τηλεγραφικής ταχύτητας, ίση προς το πλήθος τών στοιχείων κώδικα, δηλαδή παλμών και διαστημάτων, ανά δευτερόλεπτο ή προς το διπλάσιο πλήθος παλμών ανά δευτερόλεπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

  • μάγνητρο — Ηλεκτρονική λυχνία κενού, κατάλληλη να παράγει ηλεκτρομαγνητικά κύματα πολύ υψηλής συχνότητας συνεχώς ή κατά παλμούς· χρησιμοποιείται επίσης και ως ενισχυτική διάταξη ισχύος. Κατασκευάστηκε το 1921 από τον Αμερικανό φυσικό και μηχανικό Άλμπερτ… …   Dictionary of Greek

  • Aegimus — or Aegimius (Gr. polytonic|Αίγιμος or polytonic|Αιγίμιος) was one of the most ancient of the Greek physicians, who is said by Galen to have been the first person who wrote a treatise on the pulse. [Galen, De Differ. Puls. i. 2, iv. 2. 11. vol.… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”